επίλοιπος

επίλοιπος
-η, -ο (AM ἐπίλοιπος, -ον) [επιλείπω]
ο υπόλοιπος, αυτός που απομένει («ἐπὶ τὸ προκείμενον τῶν ἐπιλοίπων λόγων πάλιν ἐπαναστρέψαντες ἔλθωμεν τοῡ Ἀκρίτου», Διγ. Ακρ.)
αρχ.-μσν.
(για χρόνο) αυτός που πρόκειται να έλθει, μελλοντικός («εἰς τὸν ἐπίλοιπον χρόνον νόμους αὐτοῑς θείς», Πλάτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐπίλοιπος — still left masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίλοιπος — η, ο που απομένει, που υπολείπεται, υπόλοιπος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 'πίλοιπος — ἐπίλοιπος , ἐπίλοιπος still left masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίλοιπον — ἐπίλοιπος still left masc/fem acc sg ἐπίλοιπος still left neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιλοίποις — ἐπίλοιπος still left masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιλοίποισιν — ἐπίλοιπος still left masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιλοίπου — ἐπίλοιπος still left masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιλοίπους — ἐπίλοιπος still left masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιλοίπων — ἐπίλοιπος still left masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιλοίπῳ — ἐπίλοιπος still left masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”