- επίλοιπος
- -η, -ο (AM ἐπίλοιπος, -ον) [επιλείπω]ο υπόλοιπος, αυτός που απομένει («ἐπὶ τὸ προκείμενον τῶν ἐπιλοίπων λόγων πάλιν ἐπαναστρέψαντες ἔλθωμεν τοῡ Ἀκρίτου», Διγ. Ακρ.)αρχ.-μσν.(για χρόνο) αυτός που πρόκειται να έλθει, μελλοντικός («εἰς τὸν ἐπίλοιπον χρόνον νόμους αὐτοῑς θείς», Πλάτ.).
Dictionary of Greek. 2013.